Διυλιστήριο στα ισλανδικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
súrálsframleiðslu, hreinsistöðva, olíuvinnslustöðvum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διυλιστήριο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα ισλανδικά - hikandi, hikandi við, hika, hikandi við að
- διστακτικότητα στα ισλανδικά - hik, búnar, hika
- διφορούμενος στα ισλανδικά - óljós, tvíræð, margrætt, vafasöm, misvísandi
- διχάζω στα ισλανδικά - deila, bifurcate
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: súrálsframleiðslu, hreinsistöðva, olíuvinnslustöðvum
Μεταφράσεις: súrálsframleiðslu, hreinsistöðva, olíuvinnslustöðvum