Διυλιστήριο στα ουγγρικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
finomító, finomítói, a finomítói, finomítás, finomítóban
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διυλιστήριο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα ουγγρικά - habozó, tétova, vonakodnak, vonakodott, vonakodik
- διστακτικότητα στα ουγγρικά - habozás, tétovázás, hezitálás, gondolkodás, késlekedés
- διφορούμενος στα ουγγρικά - elodázó, kétértelmű, egyértelmű, félreérthető, nem egyértelmű, ellentmondásos
- διχάζω στα ουγγρικά - vízválasztó, kettéágazó, kétfelé válik, kétfelé
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: finomító, finomítói, a finomítói, finomítás, finomítóban
Μεταφράσεις: finomító, finomítói, a finomítói, finomítás, finomítóban