Διυλιστήριο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ачышчальны, ачышчальным
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διυλιστήριο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα λευκορωσικά - нерашучы
- διστακτικότητα στα λευκορωσικά - нерашучасць, нерашучасьць, нерашучасці, нерашучае, няўпэўненасць
- διφορούμενος στα λευκορωσικά - двухсэнсоўны
- διχάζω στα λευκορωσικά - раздвойвацца, падвойвацца
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ачышчальны, ачышчальным
Μεταφράσεις: ачышчальны, ачышчальным