Διυλιστήριο στα σλοβενικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rafinerija, rafinerije, rafineriji, rafinerijskih, iz rafinerije
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διυλιστήριο στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα σλοβενικά - neodločni, okleval, neodločene, oklevajo
- διστακτικότητα στα σλοβενικά - obotavljanja, oklevanje, omahovanje, obotavljanje, oklevanja
- διφορούμενος στα σλοβενικά - dvoumen, dvoumno, dvoumni, dvoumna, dvoumne
- διχάζω στα σλοβενικά - Račvati, Račvati se
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: rafinerija, rafinerije, rafineriji, rafinerijskih, iz rafinerije
Μεταφράσεις: rafinerija, rafinerije, rafineriji, rafinerijskih, iz rafinerije