Διυλιστήριο στα τούρκικα
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rafineri, rafinerisi, arıtma, rafinaj, rafine
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας τούρκικα, διυλιστήριο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα τούρκικα - kararsız, utangaç, çekingen, tereddüt, tereddütlü, çekimser
- διστακτικότητα στα τούρκικα - duraksama, tereddüt, Harika bir gol, gol, tereddütü
- διφορούμενος στα τούρκικα - belirsiz, muğlak, belirsizdir, belirsiz bir, müphem
- διχάζω στα τούρκικα - ayırmak, ayrılmak, iki kola ayrılmış, bifurcate, çatallanmış, kola ayrılmış, iki kola ayrılmak
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: rafineri, rafinerisi, arıtma, rafinaj, rafine
Μεταφράσεις: rafineri, rafinerisi, arıtma, rafinaj, rafine