Διυλιστήριο στα πολωνικά

Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rafineria, rafinerii, rafineryjny, refinery, rafineryjnych
Διυλιστήριο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο

διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας πολωνικά, διυλιστήριο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικός στα πολωνικά - chwiejny, płochliwy, bojaźliwy, niezdecydowany, nieufny, niechętny, niepewny, ...
  • διστακτικότητα στα πολωνικά - wahanie, niezdecydowanie, niepewność, wahania, zawahał, zawahania
  • διφορούμενος στα πολωνικά - powściągliwy, niepewny, niejednoznaczny, amfiboliczny, wykrętny, wątpliwy, wymijający, ...
  • διχάζω στα πολωνικά - przedzielać, dzielenie, skłócać, różnić, porozdzielać, rozwidlać, podzielać, ...
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rafineria, rafinerii, rafineryjny, refinery, rafineryjnych