Διυλιστήριο στα ουκρανικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
очисний завод
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διυλιστήριο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα ουκρανικά - неохота, огиду, нехіть, скромний, боязкий, нечіткий, небажання, ...
- διστακτικότητα στα ουκρανικά - небажання, заїкуватість, неохота, нерішучість, вагання
- διφορούμενος στα ουκρανικά - двозначний, неясний, невловимий, ухильний, неозначений, невизначений, двозначного, ...
- διχάζω στα ουκρανικά - розділяти, ділити, розділити, роздвоюватися, роздвоюватись, що роздвоюватися
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: очисний завод
Μεταφράσεις: очисний завод