Διυλιστήριο στα δανικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
raffinaderi, raffinaderiet, raffinaderiets, raffinaderier
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας δανικά, διυλιστήριο στα δανικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα δανικά - tøvende, tilbageholdende, tilbageholdende med, tøver, tøver med
- διστακτικότητα στα δανικά - tøven, tøve, tøve med, tøver
- διφορούμενος στα δανικά - tvetydig, tvetydige, tvetydigt, uklar, uklare
- διχάζω στα δανικά - bifurcate, grenet, grenet udformning
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: raffinaderi, raffinaderiet, raffinaderiets, raffinaderier
Μεταφράσεις: raffinaderi, raffinaderiet, raffinaderiets, raffinaderier