Διψασμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жаден, жадни, жадна, жадно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διψασμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα βουλγαρικά - разполовявам, разделям се
- διχόνοια στα βουλγαρικά - разногласие, раздор, раздори, раздора, разногласия, несъгласие
- διωγμός στα βουλγαρικά - преследване, преследването, гонение, преследвания
- διόδια στα βουλγαρικά - дан, жертви, пътни такси, пътно таксуване, пътна такса
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: жаден, жадни, жадна, жадно
Μεταφράσεις: жаден, жадни, жадна, жадно