Διψασμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kitikkadt, szomjas, szomjasak, szomjazó, szomjazik, szomjasnak
Διψασμένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διψασμένος

διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διψασμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διχοτομώ στα ουγγρικά - kettévág, felezik, kettészelik
  • διχόνοια στα ουγγρικά - viszály, széthúzás, viszályt, disszonancia, viszálykodás
  • διωγμός στα ουγγρικά - üldöztetés, üldözés, üldözést, üldöztetést, üldöztetésnek
  • διόδια στα ουγγρικά - hídvám, vám, díj, autópályadíj, útdíj, áldozatok száma
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kitikkadt, szomjas, szomjasak, szomjazó, szomjazik, szomjasnak