Διψασμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištroškęs, troškulį, ištroškę, trokšta, ištroškusio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διψασμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα λιθουανικά - perpjauti, pusiau dalijanti linija ir, pusiau dalijanti linija, Atlikti Pusiaukampinė
- διχόνοια στα λιθουανικά - kivirčas, nesantaika, nesutarimas, disonansas, arda
- διωγμός στα λιθουανικά - persekiojimas, persekiojimo, persekiojimą, persekiojimai, persekiojimui
- διόδια στα λιθουανικά - kaina, rinkliava, rinkliavos, rinkliavų, rinkliavą, viena iš rinkliavų
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ištroškęs, troškulį, ištroškę, trokšta, ištroškusio
Μεταφράσεις: ištroškęs, troškulį, ištroškę, trokšta, ištroškusio