Διψασμένος στα σλοβενικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žejen, žejni, žejna, žejne, žejo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διψασμένος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα σλοβενικά - razpoloviti, razdvoji, Prepoloviti
- διχόνοια στα σλοβενικά - spor, razdora, razdor, znamenju neskladnosti, v znamenju neskladnosti, nesoglasje
- διωγμός στα σλοβενικά - preganjanje, preganjanju, preganjanja, preganjanjem, pregon
- διόδια στα σλοβενικά - hrana, cestnina, toll, cestnine, cestninjenje, cestnino
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: žejen, žejni, žejna, žejne, žejo
Μεταφράσεις: žejen, žejni, žejna, žejne, žejo