Διψασμένος στα γαλλικά

Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
altéré, assoiffé, affamé, avide, désireux, soif, assoiffés, assoiffée
Διψασμένος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διψασμένος

διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, διψασμένος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • διχοτομώ στα γαλλικά - dédoubler, bissectons, bissecter, bissectez, bissectent, diviser, couper en deux, ...
  • διχόνοια στα γαλλικά - discorde, zizanie, querelle, dissonance, désaccord, différend, dissension, ...
  • διωγμός στα γαλλικά - poursuite, persécution, la persécution, persécutions, de persécution, les persécutions
  • διόδια στα γαλλικά - douane, droit, prix, péage, sonner, taxe, sonnerie, ...
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: altéré, assoiffé, affamé, avide, désireux, soif, assoiffés, assoiffée