Διψασμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
însetat, setat, sete, de sete, însetați
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, διψασμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα ρουμανικά - împărți în două, bisect, tăia în două
- διχόνοια στα ρουμανικά - discordie, dezbinare, discordiei, dezacord, discordia, discord
- διωγμός στα ρουμανικά - persecuție, persecuției, persecuția, persecuții, persecutie
- διόδια στα ρουμανικά - preţ, taxă, taxare, de taxare, taxa, taxei
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: însetat, setat, sete, de sete, însetați
Μεταφράσεις: însetat, setat, sete, de sete, însetați