Διψασμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
які прагне, прагне, які жадае, жадае, спрагнены
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διψασμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα λευκορωσικά - дзяліць папалам
- διχόνοια στα λευκορωσικά - разлад, нераўнавага, гэта разлад, двухсэнсіца, незадаволенасць
- διωγμός στα λευκορωσικά - пераслед, перасьлед, праследаванне
- διόδια στα λευκορωσικά - страты
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: які прагне, прагне, які жадае, жадае, спрагнены
Μεταφράσεις: які прагне, прагне, які жадае, жадае, спрагнены