Διψασμένος στα νορβηγικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tørst, tørste, tørster, er tørst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διψασμένος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα νορβηγικά - bisect, halvere, kjære, gjennomskjære
- διχόνοια στα νορβηγικά - uenighet, dissonans, tvist, splid, disharmoni, strid
- διωγμός στα νορβηγικά - forfølgelse, forfølgelsen, forfølgelses, forfulgt, forfølgelser
- διόδια στα νορβηγικά - ringe, toll, bompenger, tollpenger, avgifts
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: tørst, tørste, tørster, er tørst
Μεταφράσεις: tørst, tørste, tørster, er tørst