Διψασμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спраглий, жадаючий, прагнучий, висохлий, жадає, що жадає, прагне
Διψασμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διψασμένος

διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διψασμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διχοτομώ στα ουκρανικά - ділити навпіл
  • διχόνοια στα ουκρανικά - незгода, чвари, звади, розлад, розбіжність, дисонанс, розбрат, ...
  • διωγμός στα ουκρανικά - переслідування, гоніння
  • διόδια στα ουκρανικά - дзенькіт, мито, благовіст, анулювати, брязкіт, втрати, втрат, ...
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спраглий, жадаючий, прагнучий, висохлий, жадає, що жадає, прагне