Διψασμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dorstig, dorst, dorstige, dorst heeft
Διψασμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διψασμένος

διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διψασμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διχοτομώ στα ολλανδικά - halveren, bisect, deelbaar, halveer, wordt doorsneden
  • διχόνοια στα ολλανδικά - geschil, onenigheid, tweedracht, wanklank, verdeeldheid, disharmonie
  • διωγμός στα ολλανδικά - achtervolging, vervolging, de vervolging, vervolgingen, vervolgd, voor vervolging
  • διόδια στα ολλανδικά - tol, toll, tolheffing, tolgeld, toltarief
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dorstig, dorst, dorstige, dorst heeft