Διψασμένος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жеден, жедни, жедна, ожедни, жед
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διψασμένος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα σλαβομακεδονικά - bisect
- διχόνοια στα σλαβομακεδονικά - раздор, раздорот, неслога, раздори, несогласување
- διωγμός στα σλαβομακεδονικά - прогон, гонење, прогонство, прогонување, прогонот
- διόδια στα σλαβομακεδονικά - патарина, патарини, на загинати, загинати, бесплатниот
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: жеден, жедни, жедна, ожедни, жед
Μεταφράσεις: жеден, жедни, жедна, ожедни, жед