Διψασμένος στα λετονικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izslāpis, slāpst, slāpes, izslāpuši, izslāpušu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας λετονικά, διψασμένος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα λετονικά - sadalīt divās daļās, dalījuma līnijai vienā pusē, divās daļās, pārgreizt uz pusēm
- διχόνοια στα λετονικά - disonanse, nesaskaņa, nesaskaņas, nesaticību, nesaskaņu
- διωγμός στα λετονικά - vajāšana, vajāšanas, vajāšanu, vajāšanai
- διόδια στα λετονικά - cena, nodeva, nodevu, ceļu nodevas, autoceļu nodeva, gājušo
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: izslāpis, slāpst, slāpes, izslāpuši, izslāpušu
Μεταφράσεις: izslāpis, slāpst, slāpes, izslāpuši, izslāpušu