Διψασμένος στα ισπανικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sediento, sed, sedientos, sedienta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας ισπανικά, διψασμένος στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα ισπανικά - bisecar, biseque, biseccionar, bisectar, bisecan
- διχόνοια στα ισπανικά - discordia, discordancia, disonancia, la discordia, desacuerdo, discordias
- διωγμός στα ισπανικά - persecución, la persecución, persecuciones, persecución a, de persecución
- διόδια στα ισπανικά - peaje, de peaje, número, cifra, cifra de
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: sediento, sed, sedientos, sedienta
Μεταφράσεις: sediento, sed, sedientos, sedienta