Διψασμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sedento, com sede, sede, thirsty, sedentos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διψασμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα πορτογαλικά - bifurcar, bisect, bissetriz, bissectar, linha de divisão
- διχόνοια στα πορτογαλικά - discórdia, a discórdia, desacordo, discórdias, discordância
- διωγμός στα πορτογαλικά - perseguição, perseguições, a perseguição, da perseguição, de perseguição
- διόδια στα πορτογαλικά - pedágio, portagem, número, portagens, de pedágio
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sedento, com sede, sede, thirsty, sedentos
Μεταφράσεις: sedento, com sede, sede, thirsty, sedentos