Εμπρηστής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подпалвач
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστής
60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμπρηστής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμπορικός στα βουλγαρικά - търговски, търговска, търговско, търговската, търговския
- εμποτίζω στα βουλγαρικά - накисване, вкоренен, закоравял, пропит с, пропит, вбит в самата нишка
- εμπρηστικός στα βουλγαρικά - възпалителен, възпалително, възпалителна, възпалителни, възпалителния
- εμπριμέ στα βουλγαρικά - chintz
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: подпалвач
Μεταφράσεις: подпалвач