Εμπρηστής στα ρωσικά

Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поджигатель, поджигателем, поджигателя
Εμπρηστής στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπρηστής

60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας ρωσικά, εμπρηστής στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εμπορικός στα ρωσικά - торговый, промысловый, коммерция, промышленный, серийный, коммерческий, коммерческая, ...
  • εμποτίζω στα ρωσικά - мокнуть, пропекать, вымочить, замачивание, смолчать, впитываться, пропитка, ...
  • εμπρηστικός στα ρωσικά - воспалительный, поджигатель, зажигательный, запальчивый, вспыльчивый, подстрекающий, подстрекатель, ...
  • εμπριμέ στα ρωσικά - шрифт, пропечатать, эстамп, оттиск, печатание, напечатать, печатать, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: поджигатель, поджигателем, поджигателя