Εμπρηστής στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падпальшчык, падпальшчыка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστής
60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμπρηστής στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εμπορικός στα λευκορωσικά - камерцыйны, камэрцыйны, камерцыйная
- εμποτίζω στα λευκορωσικά - заварваць, заварываць, запарваць
- εμπρηστικός στα λευκορωσικά - запаленчы, запаленчыя, запаленчых
- εμπριμέ στα λευκορωσικά - цягнуць, паркаль, перкаль
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: падпальшчык, падпальшчыка
Μεταφράσεις: падпальшчык, падпальшчыка