Εμπρηστής στα δανικά

Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brandstifter, brandstifteren, arsonist, pyroman, ildspåsætter
Εμπρηστής στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπρηστής

60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας δανικά, εμπρηστής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμπορικός στα δανικά - kommercielle, kommerciel, kommercielt, erhvervsmæssig, handelspolitik
  • εμποτίζω στα δανικά - ingrain
  • εμπρηστικός στα δανικά - inflammatorisk, inflammatoriske, provokerende
  • εμπριμέ στα δανικά - aftryk, trykke, chintz
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brandstifter, brandstifteren, arsonist, pyroman, ildspåsætter