Εμπρηστής στα ουγγρικά
Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyújtogató
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστής
60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμπρηστής στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εμπορικός στα ουγγρικά - kereskedelmi, a kereskedelmi, üzleti
- εμποτίζω στα ουγγρικά - ivás, nagyivó, zuhé, korhelykedés, ázás, megrögződik, ingrain, ...
- εμπρηστικός στα ουγγρικά - gyújtó, bujtogató, piromániás, gyulladást okozó, gyulladásos, a gyulladásos, gyulladáscsökkentő, ...
- εμπριμέ στα ουγγρικά - festett vászon, a festett vászon
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gyújtogató
Μεταφράσεις: gyújtogató