Εμπρηστής στα γερμανικά

Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brandstifter, Brandstifter, arsonist, Brandstifters, stifter
Εμπρηστής στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπρηστής

60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας γερμανικά, εμπρηστής στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • εμπορικός στα γερμανικά - gekaufte, kaufmännisch, kommerziell, gewerblich, Handels-, kommerziellen
  • εμποτίζω στα γερμανικά - durchnässung, säufer, durchtränken, dusche, imprägnieren, sauferei, einweichen, ...
  • εμπρηστικός στα γερμανικά - brandstifterin, brandstiftung, sabotage, aufrührer, brandstifter, Entzündungs, entzündliche, ...
  • εμπριμέ στα γερμανικά - druck, abdruck, ausdrucken, fotoabzug, Chintz, Kitsch, Kattun, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: brandstifter, Brandstifter, arsonist, Brandstifters, stifter