Εμπρηστής στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incendiário, arsonist, incendiários, incendiária, pirómano
Εμπρηστής στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπρηστής

60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμπρηστής στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμπορικός στα πορτογαλικά - comercial, comerciais, comercial de
  • εμποτίζω στα πορτογαλικά - portanto, banhar, tais, embeba, impregnação, deste, empapar, ...
  • εμπρηστικός στα πορτογαλικά - inflamatório, inflamatória, inflamatórios, inflamatórias, inflamat�ia
  • εμπριμέ στα πορτογαλικά - cópia, imprimir, estampar, princípio, chintz, chita, de chintz, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: incendiário, arsonist, incendiários, incendiária, pirómano