Εμπρηστής στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
arsonist
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστής
60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμπρηστής στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπορικός στα ισλανδικά - auglýsing, viðskipta, viðskiptabanka, atvinnuhúsnæði, verslunar
- εμποτίζω στα ισλανδικά - bleyta, ingrain
- εμπρηστικός στα ισλανδικά - bólgueyðandi, bólgusjúkdómur, æsandi, bólgusjúkdómur í, bólgu-
- εμπριμέ στα ισλανδικά - prenta, letur, chintz
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: arsonist
Μεταφράσεις: arsonist