Εμπρηστής στα ολλανδικά
Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brandstichter
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστής
60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμπρηστής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπορικός στα ολλανδικά - commercieel, handels-, commerciële, de commerciële, handel
- εμποτίζω στα ολλανδικά - weken, ingeworteld, ingrain, van ruwe vezel, ruwe vezel wordt, ruwe vezel
- εμπρηστικός στα ολλανδικά - brandstichtend, opruiend, inflammatoire, inflammatoir, ontstekingsreactie, ontstekingsziekten
- εμπριμέ στα ολλανδικά - afdruk, boekdrukken, afdrukken, printen, sits, chintz, sitsen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: brandstichter
Μεταφράσεις: brandstichter