Εμπρηστής στα σουηδικά

Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mordbrännare, arsonist, pyromanen, mordbrännaren, pyroman
Εμπρηστής στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπρηστής

60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας σουηδικά, εμπρηστής στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εμπορικός στα σουηδικά - merkantil, kommersiell, kommersiella, kommersiellt, handels, affärs
  • εμποτίζω στα σουηδικά - blöta, ingrain
  • εμπρηστικός στα σουηδικά - inflammatorisk, inflammatoriska, inflammatory, inflammatoriskt
  • εμπριμέ στα σουηδικά - tryck, trycka, chintz
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: mordbrännare, arsonist, pyromanen, mordbrännaren, pyroman