Εμπρηστής στα τούρκικα
Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kundakçı, arsonist, kundakçılık, Kundakçının
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστής
60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμπρηστής στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εμπορικός στα τούρκικα - ticari, ticaret, ticari bir
- εμποτίζω στα τούρκικα - ıslanmak, kökleştirmek, ingrain, ham iken boyamak, içine işletmek, benimsetmek
- εμπρηστικός στα τούρκικα - kundakçı, iltihaplı, inflamatuar, enflamatuar, inflamatuvar, enflamatuvar
- εμπριμέ στα τούρκικα - basmak, basma, chintz, perdelik kumaş, çinz, de basma
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kundakçı, arsonist, kundakçılık, Kundakçının
Μεταφράσεις: kundakçı, arsonist, kundakçılık, Kundakçının