Εμπρηστής στα ρουμανικά

Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incendiator, piroman, incendiator a dat, incendiatorul
Εμπρηστής στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπρηστής

60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εμπρηστής στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εμπορικός στα ρουμανικά - comercial, comerciale, comercială, comerciala, comerciala se
  • εμποτίζω στα ρουμανικά - imprima, fixa, vopsit în culoare închisă, înnăscut, de ingrain
  • εμπρηστικός στα ρουμανικά - inflamator, inflamatorii, inflamatorie, inflamatoare, inflamatorie a
  • εμπριμέ στα ρουμανικά - creton, chintz, de creton
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: incendiator, piroman, incendiator a dat, incendiatorul