Εμπρηστής στα ιταλικά
Μετάφραση: εμπρηστής, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incendiario
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπρηστής
60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου, εμπρηστής λεξικό γλώσσας ιταλικά, εμπρηστής στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εμπορικός στα ιταλικά - commerciale, commerciali, licenza commerciale, la licenza commerciale, professionale
- εμποτίζω στα ιταλικά - inzuppare, radicato, ingrain, radicare
- εμπρηστικός στα ιταλικά - infiammatorio, infiammatoria, infiammatori, infiammatorie, infiammazione
- εμπριμέ στα ιταλικά - stampo, imprimere, carattere, stampare, orma, copia, chintz, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπρηστής στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: incendiario
Μεταφράσεις: incendiario