Καλλιεργημένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
култивиран, култивирани, култивират, култивирана, се култивират
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος
καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καλλιεργημένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καλεσμένος στα βουλγαρικά - гост, за гости, гости, гостите, Guest
- καλκάνι στα βουλγαρικά - калкан, на калкан, калкана, калканът
- καλλιεργώ στα βουλγαρικά - одобрят, растат, расте, нарасне, нараства, растеж
- καλλιτέχνης στα βουλγαρικά - артист, художник, изпълнител, творец, художника
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: култивиран, култивирани, култивират, култивирана, се култивират
Μεταφράσεις: култивиран, култивирани, култивират, култивирана, се култивират