Καλλιεργημένος στα ισλανδικά

Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ræktuðum, ræktuð, ræktaðar, ræktaðist, ræktaðar eru
Καλλιεργημένος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καλλιεργημένος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • καλεσμένος στα ισλανδικά - gestur, gesta
  • καλκάνι στα ισλανδικά - sandhverfa, sandhverfu
  • καλλιεργώ στα ισλανδικά - næra, vaxa, að vaxa, vaxið, aukast, vaxi
  • καλλιτέχνης στα ισλανδικά - listamaður, Artist, listamaðurinn, flytjanda, listamanni
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ræktuðum, ræktuð, ræktaðar, ræktaðist, ræktaðar eru