Καλλιεργημένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kultūringas, kultivuojamos, auginamos, kultivuoti, išauginti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος
καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καλλιεργημένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καλεσμένος στα λιθουανικά - svečias, Svečių, Guest, Viešbučio, svečiams
- καλκάνι στα λιθουανικά - otas, otai, otus, paprastųjų otų, paprastieji otai
- καλλιεργώ στα λιθουανικά - dirbti, augti, auga, auginti, išaugti, didėti
- καλλιτέχνης στα λιθουανικά - artistas, menininkas, dailininkas, menininko, menininkė, meistras
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kultūringas, kultivuojamos, auginamos, kultivuoti, išauginti
Μεταφράσεις: kultūringas, kultivuojamos, auginamos, kultivuoti, išauginti