Καλλιεργημένος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
култивиран, образован, култивирани, одгледувани, културни
Καλλιεργημένος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καλλιεργημένος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • καλεσμένος στα σλαβομακεδονικά - гостин, гости, за гости, гостинот, гостите
  • καλκάνι στα σλαβομακεδονικά - калкан
  • καλλιεργώ στα σλαβομακεδονικά - расте, растат, порасне, прерасне, се зголеми
  • καλλιτέχνης στα σλαβομακεδονικά - уметникот, уметник, артист, изведувач, сликар
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: култивиран, образован, култивирани, одгледувани, културни