Καλλιεργημένος στα ιταλικά
Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fine, colto, colta, coltivate, coltura, in coltura
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος
καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, καλλιεργημένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καλεσμένος στα ιταλικά - invitato, convitato, ospite, ospite di, ospiti, cliente, clientela
- καλκάνι στα ιταλικά - rombo, rombo chiodato, il rombo, del rombo chiodato, il rombo chiodato
- καλλιεργώ στα ιταλικά - alimentare, nutrire, crescere, coltivare, crescita, crescerà, svilupparsi
- καλλιτέχνης στα ιταλικά - artista, dell'artista, artista a, artisti
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fine, colto, colta, coltivate, coltura, in coltura
Μεταφράσεις: fine, colto, colta, coltivate, coltura, in coltura