Καλλιεργημένος στα δανικά

Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyrket, dyrkes, dyrkede, kulturperler, dyrkedes
Καλλιεργημένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας δανικά, καλλιεργημένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καλεσμένος στα δανικά - gæst, gæst d, rejsende
  • καλκάνι στα δανικά - pighvar, efter pighvar, af pighvar, pighvarre
  • καλλιεργώ στα δανικά - fodre, nære, vokse, vokser, dyrke, at vokse, bliver
  • καλλιτέχνης στα δανικά - kunstner, artist, kunstneren, kunstnerens
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dyrket, dyrkes, dyrkede, kulturperler, dyrkedes