Καλλιεργημένος στα τσεχικά
Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důmyslný, uhlazený, kultivovaný, kultivovány, kultivují, pěstovány, kultivovaly
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος
καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, καλλιεργημένος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- καλεσμένος στα τσεχικά - host, návštěvník, hostem, hostovi, pro hosty, ubytovnu
- καλκάνι στα τσεχικά - kapka, kousíček, flíček, přetřít, kambala, pakambala velká, pakambaly velké, ...
- καλλιεργώ στα τσεχικά - pěstovat, obdělávat, živit, kojit, vyživovat, vzdělávat, vypěstovat, ...
- καλλιτέχνης στα τσεχικά - vykonavatel, výkonný, umělecký, umělkyně, výtvarník, účinkující, herec, ...
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: důmyslný, uhlazený, kultivovaný, kultivovány, kultivují, pěstovány, kultivovaly
Μεταφράσεις: důmyslný, uhlazený, kultivovaný, kultivovány, kultivují, pěstovány, kultivovaly