Καλλιεργημένος στα σουηδικά
Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
odlade, odlades, odlas, odlad, odlings
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος
καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, καλλιεργημένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- καλεσμένος στα σουηδικά - gäst, besökare, gästen
- καλκάνι στα σουηδικά - piggvar, av piggvar, piggvars, turbot, piggvaren
- καλλιεργώ στα σουηδικά - bruka, nära, växa, växer, öka, att växa, odla
- καλλιτέχνης στα σουηδικά - artist, konstnär, konstnären, artisten, konstnärens
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: odlade, odlades, odlas, odlad, odlings
Μεταφράσεις: odlade, odlades, odlas, odlad, odlings