Καλλιεργημένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuligem, sofisticado, culto, cultivadas, cultura, cultivados, cultivado
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος
καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καλλιεργημένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καλεσμένος στα πορτογαλικά - hóspede, freguês, convidado, visita, adivinhar, suposição, Guest, ...
- καλκάνι στα πορτογαλικά - rodovalho, pregado, do pregado, o pregado, turbot
- καλλιεργώ στα πορτογαλικά - sustentar, substantivo, lavrar, cultive, alimentar, granjear, nutrir, ...
- καλλιτέχνης στα πορτογαλικά - artista, artista de, artist, do artista, pintor
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fuligem, sofisticado, culto, cultivadas, cultura, cultivados, cultivado
Μεταφράσεις: fuligem, sofisticado, culto, cultivadas, cultura, cultivados, cultivado