Καλλιεργημένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cult, cultivate, cultivat, cultură, cultivată
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος
καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, καλλιεργημένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- καλεσμένος στα ρουμανικά - musafir, oaspete, cameră, invitat, de oaspeți, satului
- καλκάνι στα ρουμανικά - calcan, de calcan, calcanului, calcanul, calcan în
- καλλιεργώ στα ρουμανικά - cultiva, crește, crească, cresc, creasca, să crească
- καλλιτέχνης στα ρουμανικά - artist, artistul, artistului, artist de, artiști
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: cult, cultivate, cultivat, cultură, cultivată
Μεταφράσεις: cult, cultivate, cultivat, cultură, cultivată