Καλλιεργημένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
культурны
Καλλιεργημένος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καλλιεργημένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καλεσμένος στα λευκορωσικά - госць, Гость, госьць
  • καλκάνι στα λευκορωσικά - палтус
  • καλλιεργώ στα λευκορωσικά - гадаваць, абрабiць, расці, расьці, гадуй
  • καλλιτέχνης στα λευκορωσικά - мастак
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: культурны