Κλιμάκωση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
школа, ескалация, повишаване, повишаване на, ескалиране, ескалацията
Κλιμάκωση στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κλιμάκωση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα βουλγαρικά - призовка, призовката, призовка от, призовки
  • κλικ στα βουλγαρικά - кликване, клик, Кликнете, щракване, Щракнете върху
  • κλιμακώνομαι στα βουλγαρικά - ескалира, покачват, се покачват, да ескалира
  • κλινική στα βουλγαρικά - клиника, клиниката, болница, клиники
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: школа, ескалация, повишаване, повишаване на, ескалиране, ескалацията