Κλιμάκωση στα ιταλικά

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
squama, scaglia, scala, intensificazione, escalation, un'escalation, di escalation, l'escalation
Κλιμάκωση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, κλιμάκωση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα ιταλικά - citazione, mandato di comparizione, citazione in giudizio, subpoena, ordine di comparizione
  • κλικ στα ιταλικά - clic, scatto, fare clic, cliccare, clicca
  • κλιμακώνομαι στα ιταλικά - intensifica, si intensifica, aggravi, si aggravi
  • κλινική στα ιταλικά - clinica, clinica di, ambulatorio, clinic, consulenza
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: squama, scaglia, scala, intensificazione, escalation, un'escalation, di escalation, l'escalation