Κλιμάκωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escama, abrasar, escalde, desenho, escala, escalada, escalonamento, escalação, escalonamento de, agravamento
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση
κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κλιμάκωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κλητεύω στα πορτογαλικά - intimação, citação, subpoena, de intimação, mandado
- κλικ στα πορτογαλικά - clique, clique em, Botão, click
- κλιμακώνομαι στα πορτογαλικά - se agrava, agrava, escalates, aumenta, escalada
- κλινική στα πορτογαλικά - clínica, clínica de, ambulatório, clínico, clínicas
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escama, abrasar, escalde, desenho, escala, escalada, escalonamento, escalação, escalonamento de, agravamento
Μεταφράσεις: escama, abrasar, escalde, desenho, escala, escalada, escalonamento, escalação, escalonamento de, agravamento