Κλιμάκωση στα τούρκικα

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kızışma, yükseltme, eskalasyon, tırmanması, escalation
Κλιμάκωση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, κλιμάκωση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα τούρκικα - mahkeme çağrısı, mahkeme celbi, celbi, celbi söz, mahkeme celbinin
  • κλικ στα τούρκικα - tık, tıklayın, tıklatın, tıklama, için tıklayın
  • κλιμακώνομαι στα τούρκικα - escalates, korsanlıktan, kışkırtır, dozu artarken, tırmandırıyor
  • κλινική στα τούρκικα - klinik, kliniği, Clinic, klinikte
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kızışma, yükseltme, eskalasyon, tırmanması, escalation